- απόπνοια
- ἀπόπνοια, η (Α) [αποπνέω]εκπνοή, αναθυμίαση(| αρχ. φύσημα, αύρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποπνοίας — ἀποπνοίᾱς , ἀπόπνοια fem acc pl ἀποπνοίᾱς , ἀπόπνοια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπνοίῃσι — ἀπόπνοια fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπνοιαι — ἀπόπνοια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπνοιαν — ἀπόπνοια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδοσιά — (I) και ανεδοσιά, η [ανάδοση (ις)] 1 υγρασία που αναδίδεται από τη γη, άχνη, υδρατμός 2. οσμή που προέρχεται από την υγρασία τού δαπέδου, τών τοίχων κ.ά., δυσοσμία, κακοσμία, απόπνοια. (II) και ανεδοσιά, η 1. άρνηση τού να δώσει κανείς κάτι,… … Dictionary of Greek
αναθυμίαση — η (Α ἀναθυμίασις) [ἀναθυμιῶ] διάχυση αερίων, κυρίως δύσοσμων ή δηλητηριωδών, απόπνοια νεοελλ. δυσάρεστη ή επιβλαβής οσμή … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
κρασίλα — η [κρασί] η οσμή τού κρασιού και ιδίως αυτή που βγαίνει από το στόμα μεθυσμένου, η απόπνοια κρασιού («έχυσε το κρασί πάνω μου και μυρίζω κρασίλα») … Dictionary of Greek
οσμή — η (Α ὀσμή και επικ. τ. ὀδμή) το ευχάριστο ή δυσάρεστο αίσθημα τής όσφρησης, ευώδης ή δυσώδης απόπνοια πράγματος, μυρωδιά (α. «πικρὸν ἀποπνείουσα ἁλός... ὀδμήν», Ομ. Οδ. β. «ὡς καλὴν ὀσμὴν ἔχει», Ευρ.) νεοελλ. 1. (βιοχ. χημ.) η ιδιότητα διαφόρων… … Dictionary of Greek
χνοτίλα — και παλ. τ. χνωτίλα, η, Ν η απόπνοια τού στόματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χνότο + κατάλ. ίλα (πρβλ. ψαρ ίλα)] … Dictionary of Greek